- οργιστικός
- -ή, -ό (Α ὀργιστικός, -ή, -όν) [οργιστός]1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οργίλος2. αυτός που εξοργίζει κάποιον, εξοργιστικός.επίρρ...ὀργιστικῶς (Α)με τρόπο που εξοργίζει κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.